χραισμήτωρ

χραισμήτωρ
χραισμ-ήτωρ, ορος, ,
A protector, prob. in Nonn.D.33.369.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χραισμήτωρ — ορος, ὁ, ΜΑ 1. βοηθός, προστάτης, υπερασπιστής 2. εκκλ. προσωνυμία τού Ιησού Χριστού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χραισμῶ «προστατεύω, βοηθώ» + κατάλ. τωρ (πρβλ. γεννή τωρ)] …   Dictionary of Greek

  • χραισμήτορα — χραισμήτωρ protector masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χραισμήτορι — χραισμήτωρ protector masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”